Οι αναπάντεχα ριψοκίνδυνες εκλογές του ΚΙΝΑΛ

Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή της Κυριακής 31 Οκτωβρίου 2021

Στο προηγούμενο άρθρο μου σ’ αυτήν τη στήλη έγραφα ότι η ιστορική διαίρεση Αριστεράς-Δεξιάς, η οποία καθόρισε τον εγχώριο πολιτικό ανταγωνισμό από την δεκαετία του ΄40 και εφεξής, έχει πλέον χάσει την ισχύ της και σταδιακά αντικαθίσταται από μια νέα διαίρεση ανάμεσα σε φιλελεύθερες και μη φιλελεύθερες πολιτικές δυνάμεις. (Ειρήσθω εν παρόδω ότι η Ελλάδα δεν είναι η μόνη χώρα όπου συμβαίνει ένας τέτοιος μετασχηματισμός. Η Γαλλία και η Ιταλία, ας πούμε, αποτελούν ακόμη τυπικότερα παράδειγμα.) Εάν λοιπόν ο παραπάνω ισχυρισμός είναι σωστός, υπάρχουν δύο σημεία που αξίζει να προσεχθούν ιδιαίτερα. Το πρώτο είναι ότι κάθε ένα από τα νέα πολιτικά στρατόπεδα εμπεριέχει και δεξιά και αριστερά κόμματα, τα οποία μάλιστα ενίοτε συνεργάζονται μεταξύ τους. Το δεύτερο ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι, καθώς η παλιά και η νέα διαίρεση τέμνονται, οι ψηφοφόροι βρίσκονται αντιμέτωποι με το εξής δίλημμα: Να ψηφίσουν με βάση τις παλαιές ιδεολογικές τους ταυτότητες (οπότε ο εκλογικός αγώνας διεξάγεται επάνω στον άξονα δεξιά-αριστερά) ή με βάση νέες πολιτικές και κοινωνικές ταυτίσεις (στην οποία περίπτωση αναμετρούνται οι μετριοπαθείς φιλελεύθεροι φιλοευρωπαϊστές έναντι μη φιλελεύθερων ευρωσκεπτικιστών); Τέλος, θεωρώντας ότι ο τρόπος με τον οποίο οι ψηφοφόροι πρόκειται να αντιμετωπίσουν το παραπάνω δίλημμα είναι το κλειδί για να ανοίξουμε το μαύρο κουτί των επόμενων εκλογών, έκλεινα το άρθρο μου υποσχόμενος να επανέλθω. Μόνο που δεν φανταζόμουν ότι θα χρειαζόταν να το κάνω τόσο σύντομα! Διότι εντωμεταξύ προέκυψε η υποψηφιότητα του Γιώργου Παπανδρέου για την ηγεσία του ΚΙΝΑΛ.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Πριν από την ανακοίνωση αυτής της υποψηφιότητας, παρακολουθούσαμε απλώς την προσπάθεια πολιτικής επιβίωσης ενός κόμματος που βρίσκεται εγκλωβισμένο στο παρελθόν του, δίχως σαφή ιδεολογία και πρόγραμμα, χωρίς όραμα και πολιτική στρατηγική. Οι τέσσερεις τότε βασικοί υποψήφιοι για την αρχηγία έστρεφαν τα βέλη τους τόσο κατά της ΝΔ όσο και κατά του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς όμως να αρθρώνουν μια δική τους πρόταση που θα επέτρεπε στο ΚΙΝΑΛ να καλύψει το μεγάλο πολιτικό και ιδεολογικό κενό που χάσκει ανάμεσα στα δύο μεγαλύτερα κόμματα. Ας θυμηθούμε τι έλεγαν οι υποψήφιοι στο ντημπέιτ με την Καθημερινή (φύλλο 11 Οκτωβρίου).

Σε σχέση με την ιδεολογία του κόμματος που θα ήθελαν να ηγηθούν, οι αναφορές των υποψηφίων ήταν γενικές και κενές πραγματικού περιεχομένου. Ποιος θα μπορούσε να διαφωνήσει επί της αρχής ότι η όλη προσπάθεια γίνεται για ένα κόμμα «πατριωτικό, μεταρρυθμιστικό, προοδευτικό» (Α. Λοβέρδος) με βάση «τις αρχές της Σοσιαλδημοκρατίας» (Φ. Γεννηματά); Αλλά τι σημαίνουν και πώς θα πραγματοποιηθούν όλα αυτά; Σχετικά με το πρόγραμμα του υπό ανακαίνιση κόμματος, οι υποψήφιοι αρχηγοί επίσης κατέφυγαν σε αυταπόδεικτες και μάλλον απλοϊκές διαπιστώσεις: «Φυσικά χρειάζεται ένα αξιόπιστο πρόγραμμα στην κατεύθυνση της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας που θα δημιουργεί ανθεκτική και ανταγωνιστική παραγωγική βάση» (Ν. Ανδρουλάκης). Άλλος υποψήφιος τόνισε την ανάγκη «να αλλάξουμε θέσεις σε σημαντικά ζητήματα, όπως η μετανάστευση και η προστασία του πολίτη, και να συμβάλλουμε στον ριζοσπαστικό μετασχηματισμό του κράτους» (Α. Λοβέρδος). Ως προς το όραμα του κόμματος, οι μόνες σχετικές αναφορές ήταν γύρω από την διαχείριση των παλαιών συμβόλων. «Η συντριπτική πλειοψηφία των ψηφοφόρων του ΚΙΝΑΛ έχουμε συναισθηματικό δεσμό με το ΠΑΣΟΚ. Γι’ αυτό θα πρέπει να αξιοποιήσουμε την ιστορικότητα των συμβόλων του» (Ν. Ανδρουλάκης). Και για επιβεβαίωση, «Το ΠΑΣΟΚ είναι η ψυχή της παράταξης. Πορευόμαστε με τις αξίες του, τιμούμε και υπερασπιζόμαστε την διαχρονική προσφορά του» (Φ. Γεννηματά). Τέλος, σε σχέση με την στρατηγική του κόμματος στο μέλλον, η μόνη πρόταση ήταν η άμεση (!) αναβίωση του ιστορικού ΠΑΣΟΚ: «Η επιρροή μας πρέπει να επεκτείνεται από τον χώρο του Κέντρου και αριστερά. … Πρόκειται για μάχη ιδεών. Τούτο σημαίνει ότι επείγει, σε ελάχιστο χρόνο, να έχουμε ετοιμάσει μια νέα διακήρυξη αρχών, ανάλογης ιστορικής βαρύτητας με τη Διακήρυξη της 3ης Σεπτεμβρίου» (Χ. Καστανίδης).

Μόνον λίγες εβδομάδες πριν, λοιπόν, το ΚΙΝΑΛ, τυλιγμένο στις αναμνήσεις μιας άλλης περισσότερο ηρωικής γι’ αυτό εποχής, έμοιαζε να έχει συμβιβαστεί με τον μικρό ρόλο που ήδη εδώ και μια δεκαετία του έχει επιφυλάξει η ιστορία. Όλα αυτά τα χρόνια, το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ απέτυχε να προτείνει ένα φιλελεύθερο κεντροαριστερό πρόγραμμα που να απευθύνεται σε εκείνο το μέρος τους εκλογικού σώματος που παραμένει πιστό στα ιδανικά της Αριστεράς, ταυτοχρόνως διαφυλάσσοντας τις αξίες της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Χωρίς ένα τέτοιο πρόγραμμα, όμως, το κόμμα αναπόφευκτα ασφυκτιά ανάμεσα στην πιο φιλελεύθερη ΝΔ  στα δεξιά του και τον λαϊκιστικό ΣΥΡΙΖΑ στα αριστερά του. Έτσι, εκείνο που θα μπορούσε να ελπίζει το ΚΙΝΑΛ θα ήταν απλώς να διατηρήσει το σημερινό μονοψήφιο εκλογικό ποσοστό του και να βολευτεί σε έναν μικρό, αλλά όχι καθοριστικό, ρόλο στο κομματικό και πολιτικό σύστημα. Όπως έδειχναν τα πράγματα πριν λίγες εβδομάδες, το μόνο που απέμενε ήταν η τελική επιλογή αρχηγού ανάμεσα σε υποψήφιους που έχουν αναδειχτεί μέσα από το κόμμα, μιλούν την ίδια ανέμπνευστη γλώσσα και στερούνται οράματος για το κόμμα ή για την ίδια την χώρα.

Η απρόβλεπτη υποψηφιότητα του Γιώργου Παπανδρέου ίσως δώσει μια εντελώς νέα τροπή στα πράγματα. Και τούτο διότι έχει τρία χαρακτηριστικά που τον διαφοροποιούν από τους συνυποψηφίους τους. Πρώτον, είτε λόγω οικογενειακού ονόματος είτε λόγω προσωπικής ιδιοσυγκρασίας, δεν δείχνει να συμβιβάζεται με την ιδέα να ηγηθεί ενός μικρού και σχετικά περιθωριακού κόμματος που θα βολοδέρνει ανάμεσα στη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ. Δεύτερον, ο Παπανδρέου είναι εκείνος που δυσκολότερα απ’ όλους θα δεχτεί μια νέα συνεργασία με τη ΝΔ. Την δοκίμασε τον Νοέμβριο του 2011 με την κυβέρνηση Παπαδήμου και δεν του βγήκε σε καλό! Και, τρίτον, ο Παπανδρέου, όπως τουλάχιστον έδειξε με την πρόταση για δημοψήφισμα, είναι διατεθειμένος για κινήσεις μεγάλου πολιτικού ρίσκου, αν και δίχως να είναι προετοιμασμένος για τις συνέπειες.

Με τα παραπάνω τρία δεδομένα, η πιθανή αρχηγία Παπανδρέου είναι αυτή με τις μεγαλύτερες πιθανότητες να βγάλει το ΚΙΝΑΛ από την πολιτική ακινησία του της τελευταίας δεκαετίας. Είναι όμως και εκείνη που μπορεί να απομακρύνει το κόμμα από το φιλελεύθερο και μεταρρυθμιστικό κέντρο και να το επαναφέρει στα μονοπάτια του αριστερού λαϊκισμού. Όπως επίσης είναι εκείνη που ενέχει το μεγαλύτερο ρίσκο εσωκομματικής πόλωσης και διάσπασης.

.

FOLLOW ME

Leave a Reply

Follow by Email
Twitter
Visit Us
Follow Me
LinkedIn
Share
Instagram